- ακαδημιακός
- -ή, -ό (Α ἀκαδημιακός, -ή, -όν)βλ. ακαδημαϊκός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ακαδήμεια — Ἀκαδήμεια και ία, η (Α) 1. ιερό άλσος στα περίχωρα τής Αρχαίας Αθήνας, που ονομάστηκε έτσι προς τιμήν τού ήρωα Ακάδημου 2. η φιλοσοφική σχολή που ίδρυσε ο Πλάτων στον χώρο αυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἀκάδημος*. ΠΑΡ. ακαδημεικός, ακαδημιακός, ακαδημικός… … Dictionary of Greek